dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική διάκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Diskriminierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διακρίσεις λόγω φύλου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Diskriminierung
Ⓦ
Ⓖ
…